- Φωτίου
- Φώτιοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βασίλειος — I Όνομα δύο Βυζαντινών αυτοκρατόρων. 1. Β. Α’ ο Μακεδών (813; 886). Βυζαντινός αυτοκράτορας (867 886) που εγκαινίασε τη μακεδονική δυναστεία. Ο Β., άσημης καταγωγής και αμόρφωτος, που η σωματική του ρώμη και η εξαιρετική ιππευτική του ικανότητα… … Dictionary of Greek
Οικουμενικό Πατριαρχείο — Η έδρα του οικουμενικού πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη, αρχηγού της Ορθοδοξίας και προκαθήμενου των πατριαρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ονομάζεται και Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως καθώς και Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία. Το Ο.Π.… … Dictionary of Greek
Μιχαήλ — I (εβρ. Μικαέλ = τις ως ο Θεός;). Όνομα με το οποίο αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη ο άγγελος φύλακας του Ισραήλ. Αναφέρεται επίσης στην Καινή Διαθήκη και στα απόκρυφα κείμενα. Η λατρεία του στη χριστιανική Εκκλησία (Αρχάγγελος Μιχαήλ) είναι… … Dictionary of Greek
Κατακαλών, Λέων — (τέλη 9ου αι. μ.Χ.). Βυζαντινός αξιωματούχος. Σε έργο του Νικήτα Παφλαγόνα αναφέρεται ως γαμπρός του πατριάρχη Φώτιου και δρουγγάριος της βίγλας. Μετά την καθαίρεση του Φώτιου από τον πατριαρχικό θρόνο, εξορίστηκε και κλείστηκε σε μοναστήρι. Όταν … Dictionary of Greek
LORUM — Graece λῶρον, Balsamoni vinculum capitis est vel diadema s. fascia Imperatoria: quod Phrygium alii dixêre, ut Auctor Donationis Constantinianae. utrumque nempe sumitur pro vitta capitis vel mitta et tiara Impertiali. Phrygium enim adiectivum est… … Hofmann J. Lexicon universale
Φωτιανοί — οι, ΝΜ εκκλ. ονομασία που δόθηκε από τους Ρωμαιοκαθολικούς σε όσους υποστήριζαν τις πεποιθήσεις τού πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φωτίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φώτιος + κατάλ. ιανοί (πρβλ. Νερων ιανοί)] … Dictionary of Greek
διαφωνώ — ( έω) (ΑΝ) 1. μουσ. κάνω παραφωνία, φαλτσάρω 2. αντιτίθεμαι, διχογνωμώ αρχ. 1. δεν συμφωνώ καθόλου («διαφωνεῑ τι τῶν χρημάτων» υπάρχει διαφορά στους λογαριασμούς, Πολύβ.) 2. χάνομαι, πεθαίνω («οὐ μέντοι διαπεφώνηκεν οὐδείς» Αγαθαρχίδης στη… … Dictionary of Greek
θεόφιλος — I (4ος αι. π.Χ.). Ποιητής της Μέσης κωμωδίας. Διασώθηκαν οι τίτλοι οκτώ κωμωδιών του: Ιατρός, Παγκράτεια, Βοιωτία, Νεοπτόλεμος, Επιδαύριος, Προιτίδες, Απόδημος και Φίλαυλος. Ο προτελευταίος και τελευταίος τίτλος αναφέρονται, αντίστοιχα, στα… … Dictionary of Greek
ιβύ — ἰβύ (Α) επίρρ. μεγαλοφώνως. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι ονοματοποιία και κατά τον Ησύχ. λυδικής ή ιωνικής προελεύσεως. Ο τ. ιβύ και όσοι συνδέονται με αυτόν (πρβλ. ιβύω, ίβυς) μαρτυρούνται σε γλώσσες τού Ησυχίου και τού Φωτίου, με τρόπο όμως όχι απολύτως … Dictionary of Greek
κίκκασος — (Α) 1. (κατά τον Φώτ.) «ὀβολοῡ ὄνομα» 2. (κατά τον Ησύχ.) α) «ὁ ἐκ τῶν παραμηρίων ἱδρὼς ῥέων» ο δύσοσμος ιδρώτας από την εσωτερική πλευρά τών μηρών β) «βόλου ὄνομα» ονομασία ζαριάς, τεχνικός όρος τής κυβευτικής. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Σύμφωνα… … Dictionary of Greek